Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαγιαρνί — το αρνί με μαύρο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγιος* + αρνί] … Dictionary of Greek
λαγιαρνί — το ιού, το μαύρο αρνί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)